Σακχαρώδης Διαβήτης

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος που χαρακτηρίζεται από την διαταραχή στον μεταβολισμό των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπών. Η νόσος προκύπτει όταν το πάγκρεας δεν παράγει ινσουλίνη είτε όταν το σώμα δεν μπορεί να αξιοποιήσει επαρκώς την ινσουλίνη που παράγει. Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη η οποία ρυθμίζει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Η χρόνια υπεργλυκαιμία ή τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα που χαρακρηρίζει τον διαβήτη προκαλεί με την πάροδο του χρόνου σοβαρές βλάβες σε πολλά όργανα του σώματος και ιδιαίτερα στους νεφρούς, στον αμφιβληστροειδή, στα νεύρα και στις αρτηρίες.

Το 2014, το 8,5% των ατόμων άνω των 18 ετών είχαν διαβήτη ενώ το 2016 ο διαβήτης ήταν αιτία για 1,6 εκατομμύρια θανάτους.

Η ταξινόμηση γίνεται με βάση τις μέχρι τώρα γνωστές αιτίες που προκαλούν τον σακχαρώδη διαβήτη, όπως αναφέρονται αναλυτικά και από την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία :

  1. ΣΔ τύπου 1
  2. ΣΔ τύπου 2
  3. Άλλοι ειδικοί τύποι διαβήτη
  • ΣΔ προκαλούμενος από γενετικές διαταραχές στην λειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος
  • ΣΔ προκαλούμενος από γενετικές διαταραχές στη δράση της ινσουλίνης
  • ΣΔ προκαλούμενος από λοιμώξεις του παγκρέατος
  • ΣΔ προκαλούμενος από φάρμακα
  • Γενετικά σύνδρομα που συνδυάζονται με ΣΔ
  1. Διαβήτης κύησης

Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 1

Ο ΣΔ τύπου 1 παλιότερα γνωστός και ως ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης ή νεανικός διαβήτης, χαρακτηρίζεται από την αυτοάνοση καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος με αποτέλεσμα την πλήρη ελλειψη ή ελάχιστη έκκριση ινσουλίνης και απαιτεί καθημερινή χορήγηση ινσουλίνης.

Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πολυουρία (υπερβολική απέκκριση ούρων) και πολυδιψία (δίψα), συνεχή πείνα, απώλεια βάρους, αλλαγές στην όραση και έντονη κόπωση.

Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2

Ο ΣΔ τύπου 2 παλιότερα γνωστός και ως μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης ή διαβήτης των ενηλίκων, προκύπτει από την αναποτελεσματική χρήση της ινσουλίνης από τον οργανισμό. Είναι η συχνότερη μορφή διαβήτη σε παγκόσμια κλίμακα και η πλειονότητα των ασθενών αυτών είναι παχύσαρκοι.

Τα συμπτώματα του ΣΔ τύπου 2 είναι παρόμοια με αυτά του ΣΔ τύπου 1, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πιο ήπια. Συνεπώς η διάγνωση μπορεί να γίνει αρκετά χρόνια μετά την έναρξη της με την εμφάνιση επιπλοκών.

Διαβήτης Κύησης

Ο διαβήτης κύησης εμφανίζει υπεργλυκαιμικά επεισόδια με τιμές γλυκόζης πάνω από τις φυσιολογικές, αλλά κάτω από τα όρια για την διάγνωση της νόσου, που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Οι γυναίκες με διαβήτη κύησης διατρέχουν υψηλό κίνδυνο επιπλοκών κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά και κατά τον τοκετό. Επιπλεόν οι γυναίκες με διαβήτη κύησης και τα παιδιά τους έχουν αυξημένες πιθανότητες να νοσήσουν από διαβήτη τύπου 2 στην πορεία.

Διάγνωση Σακχαρώδη Διαβήτη

Τα κριτήρια για τη διάγνωση του ΣΔ είναι τα εξής:

  • Γλυκόζη πλάσματος νηστείας (νηστεία διάρκειας τουλάχιστον 8 ωρών) ≥126 mg/dL

  • Γλυκόζη πλάσματος 2 ώρες μετά από φόρτιση με 75gr γλυκόζης, ≥200 mg/dL

  • Τυχαία γλυκόζη πλάσματος (ανεξάρτητα από την ώρα του προηγούμενου γεύματος) >200 mg/dL

  • Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) ≥6,5%

Παρακολούθηση για την ρύθμιση του ΣΔ

Ο έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα με την χρήση μετρητών σακχάρου, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή ρύθμιση του διαβήτη. Άτομα με ΣΔ τύπου 1 που ακολουθούν ένα πρόγραμμα εντατικοποιημένης ινσουλινοθεραπείας, συνίσταται να αυτοελέγχουν το σάκχαρο τους 4 φορές την ημέρα, πριν τα κύρια γεύματα και πριν την κατάκλιση. Οι τιμές του σακχάρου καθορίζουν και την ανάλογη δόση της ινσουλίνης. Περιοδικά πραγματοποιούνται και επιπλέον μετρήσεις 1-2 ώρες μετά το γεύμα, ώστε να αξιολογηθούν οι τιμές της γλυκόζης αίματος. Άτομα με ΣΔ τύπου 2, με καλή ρύθμιση σακχάρου, υποβάλλονται σε αυτοέλεγχο περίπου 3-4 φορές την εβδομάδα.

Σχήματα ινσουλίνης

Η ινσουλινοθεραπεία αποτελεί την αποκλειστική θεραπεία για άτομα με ΣΔ τύπου 1 και σε μερικές περιπτώσεις για άτομα με ΣΔ τύπου 2 που δεν ανταποκρίνονται στην ρύθμιση του σακχάρου μέσω της διατροφής τους και με την χρήση δισκίων.

Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ινσουλινών με διαφορετικό τρόπο δράσης. Η ινσουλίνη ταχείας δράσης, χρησιμοποείται πριν από κάθε γέυμα. Για τον υπολογισμό των μονάδων της, το άτομο με ΣΔ μετράει το προγευματικό σάκχαρο. Οι ποσότητα των μονάδων της ινσουλίνης που θα χορηγηθούν αποσκοπούν:

  1. Στη διορθωτική δόση: Αναφέρεται στην ποσότητα των μονάδων της ινσουλίνης που θα πρέπει να χορηγηθούν έτσι ώστε το σάκχαρο να επανέλθει σε επιθυμητά όρια
  2. Στην κάλυψη: Ανάλογα με την περιεκτικότητα του γεύματος σε υδατάνθρακα, υπολογίζεται και οι αντίστοιχες μονάδες ινσουλίνης. 1 μονάδα ινσουλίνης απατείται για 15gr υδατάνθρακα. Είναι ο δείκτης ευαισθησίας στην ισνουλίνη (ISF), που εκφράζει την τιμή ώστε να κατέβει το σάκχαρο κατά 1 μονάδα ισνουλίνης. Συνεπώς ανάλογα με τα γραμμάρια ή τα ισοδύναμα του υδατάνθρακα που έχει ένα γέυμα υπολογίζονται και αντίστοιχα οι μονάδες ινσουλίνης που απαιτούνται. Όσο αφορά τα υπόλοιπα μακροθρεπτικά συστατικά, το λίπος και τις πρωτεΐνες, περιέχουν ελάχιστους υδατάνθρακες ή και καθόλου. Συνεπώς στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρειάζονται επιπλέον μονάδες ινσουλίνης με την λήψη τους.

Ένας άλλος τύπος ινσουλίνης είναι η ινσουλίνη μακράς δράσης, η οποία λαμβάνεται στις περισσότερες περιπτώσεις το βράδυ. Η δόση είναι συνήθως γύρω στις 10-12 μονάδες ινσουλίνης και αυξομειώνεται ανάλογα με την περίπτωση.

Η δίαιτα στον σακχαρώδη διαβήτη

Η δίαιτα διαδραματίζει έναν θεμελιώδη ρόλο στη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη, με κύριο μέλημα τη διατήρηση των επιπέδων της γλυκόζης σε επιθυμητά επίπεδα, την επίτευξη ενός υγιούς σωματικού βάρους και τέλος την πρόληψη και τη θεραπεία των επιπλοκών του διαβήτη.

Στην περίπτωση του ΣΔ δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο διατροφικό πλάνο που ταιριάζει σε όλα τα διαβητικά άτομα, συνεπώς οι οδηγίες θα πρέπει να εξατομικεύονται. Η διατροφική εκπαίδευση των ατόμων με ΣΔ και η συμβουλευτική αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπείας για την γλυκαιμική ρύθμιση.

Υδατάνθρακες

Η πρόσληψη των υδατανθράκων μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 45-60% της συνολικής προσλαμβανόμενης ενέργειας και δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη των 130γρ./ημέρα. Στα άτομα με ΣΔ και ινσουλινοθεραπεία ο έλεγχος της πρόσληψης των υδατανθράκων μέσω της μέτρησης τους είναι απαραίτητος για την ρύθμιση της γλυκαιμίας.

Επιπλέον η ποιότητα των υδατανθράκων είναι εξίσου σημαντική πέρα από την ποσότητα τους και στην περίπτωση του ΣΔ συστήνεται η κατανάλωση τροφίμων με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη.

Φυτικές ίνες

Στην περίπτωση του ΣΔ συστήνεται η κατανάλωση τροφίμων πλούσια σε φυτικές ίνων (π.χ. φρούτα, λαχανικά, όσπρια και δημητριακά ολικής άλεσης. Η κατανάλωση 25-50γρ. φυτικών ινών/ημέρα φαίνεται να βοηθά στον καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο.

Σακχαρόζη και άλλα απλά σάκχαρα

Τα άτομα με ΣΔ συστήνεται να αποφεύγουν την κατανάλωση ροφημάτων και αναψυκτικών με πρόσθετη ζάχαρη προκειμένου να διατηρίζουν ένα υγιές σωματικό βάρος. Μια μέτρια ποσότητα σακχάρων μπορεί να συμπεριληφεθεί στη δίαιτα των ατόμων με ΣΔ τύπου 1 και 2 εφόσον όμως έχουν μια καλή γλυκαιμική ρύθμιση.

Πρωτεΐνη

Για τα άτομα με ΣΔ χωρίς την ύπαρξη νεφροπάθειας, η ποσότητα της πρωτεΐνης θα πρέπει να εξατομικεύεται, τυπικά η σύσταση είναι 15-20% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης αλλά σύμφωνα με διάφορες μελέτες για τον ΣΔ τύπου 2, προτείνουν την διαχείριση του με πλάνα γευμάτων ελαφρώς αυξημένα στα επίπεδα πρωτεΐνης, περίπου 20-30%.

Λίπος

Δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα για την κατανάλωση ιδανικού ποσοστού λίπους στα άτομα με ΣΔ. Ωστόσο, σύμφωνα με τις συστάσεις της μεσογειακής διατροφής η συνολική πρόσληψη λίπους κυμαίνεται μεταξύ 20-35% της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης με έμφαση στην ποιότητα του διαιτητικού λίπους.

Αλκοόλ

Η σύσταση για την κατανάλωση αλκοόλ στα άτομα με ΣΔ δεν διαφέρει από εκέινη για τον γενικό πληθυσμό. Η κατανάλωση του αλκοόλ στα άτομα με ΣΔ δεν θα πρέπει να ξεπερνάει το ένα ποτό την ημέρα για τις γυναίκες και τα 2 ποτά την ημέρα για τους άντρες. Ωστόσο, για την περίπτωση των ατόμων που χρησιμοποιούν ινσουλίνη, θα πρέπει η κατανάλωση αλκοόλ να γίνεται μαζί με την κατανάλωση γεύματος που περιλαμβάνει υδατάνθρακες για να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας.

Πρόσφατα Άρθρα

Κάνε το πρώτο βήμα

Επικοινώνησε μαζί μου για την υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών, την αντιμετώπιση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων και την διαχείριση του σωματικού σου βάρους μέσω εξατομικευμένων προγραμμάτων διατροφής και διατροφικής εκπαίδευσης.

Η αυξημένη αρτηριακή πίεση οδηγεί σε στεφανιαία νόσο, έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια. Η επάνοδος της αρτηριακής πίεσης στα φυσιολογικά όρια με την κατάλληλη διατροφή, άσκηση και φαρμακευτική αγωγή μειώνει την πιθανότητα θανάτου από τα παραπάνω.

Θεραπευτική προσέγγιση υπερτασης

  1. Απώλεια σωματικού βάρους

Η απώλεια βάρους αποτελεί σημαντικό μέτρο για την ελάττωση της αρτηριακής πίεσης ιδιαίτερα στα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα, καθώς έχει αποδειχθεί από κλινικές μελέτες ότι ελαττώνει την αρτηριακή πίεση και την ανάγκη πρόσληψης αντιυπερτασικών φαρμάκων.

  1. Διατροφή

Για την υπέρταση απαιτείται μια διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, σύνθετους υδατάνθρακες και πολυακόρεστα λιπαρά ενώ φτωχή σε κορεσμένα λιπαρά <10% των συνολικών θερμίδων.

  1. Αλάτι

Το αλάτι είναι απαραίτητο για πολλές λειτουργίες του οργανισμού μας. Τα περισσότερα τρόφιμα που καταναλώνουμε περιέχουν αρκετό αλάτι καλύπτοντας τις ανάγκες του οργανισμού μας χωρίς να απατείται η χρήση του επιτραπέζιου αλατιού. Η υπέρμετρη κατανάλωση άλατος προκαλεί υπέρταση είτε επιδυνώνει μια προϋπάρχουσα αυξημένη αρτηριακή πίεση, συνεπώς συστήνεται ο περιορισμός του αλατιού <5gr/ημέρα και των επεξεργασμένων τροφίμων. Η χρήση μπαχαρικών και μυρωδικών βοηθά στον περιορισμό της χρήσης άλατος.

  1. Καφές και τσάι

Ο καφές και το τσάι είναι ροφήματα πλούσια σε καφεΐνη, η οποία προκαλεί αγγειοσύσπαση. Στην περίπτωση της υπέρτασης συνίσταται η μέτρια κατανάλωση τους, 1-2 φλιτζάνια/ημέρα περιεκτικότητας σε 27,5% σε καφεϊνη.

  1. Σωματική άσκηση

Η μέτριας έντασης σωματική άσκηση βοηθά στην πρόληψη εμφάνισης υπέρτασης και πολλών άλλων παραγόντων όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, η στεφανιαία νόσος και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην περίπτωση που έχει εκδηλωθεί η υπέρταση, η άσκηση μειώνει την αρτηριακή πίεση και ως εκ τούτου έχει μια θεραπευτική ιδιότητα. Η άσκηση θα πρέπει να είναι αερόβια (περπάτημα, κολύμβηση, ποδήλατο) και όχι αναερόβια (βάρη) καθώς δεν έχει ευεργετικές επιδράσεις στην περίπτωση της υπέρτασης. Η διάρκεια της άσκησης συνίσταται στα 30-60 λεπτά μέτριας έντασης για τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα.

Επικοινωνια